Σύσταση σωματείου

Σύμφωνα με το άρθρο 78 ΑΚ ως σωματείο ορίζεται η εκούσια και με διαρκή, κατά βάση, χαρακτήρα ένωση είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων, η οποία οργανώνεται και λειτουργεί με καταστατικό, επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό και αποκτά νομική προσωπικότητα με την τήρηση των εκάστοτε διατυπώσεων, τις οποίες ο νόμος ορίζει. …            

Η σύσταση ενός σωματείου στη χώρα μας διέπεται από τον Αστικό Κώδικα και συγκεκριμένα από τα άρθρα 61 – 77 ΑΚ περί νομικών προσώπων και από τα άρθρα 78 – 107 ΑΚ περί σωματείων.

Σύμφωνα με το άρθρο 78 ΑΚ ως σωματείο ορίζεται η εκούσια και με διαρκή, κατά βάση, χαρακτήρα ένωση είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων, η οποία οργανώνεται και λειτουργεί με καταστατικό, επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό και αποκτά νομική προσωπικότητα με την τήρηση των εκάστοτε διατυπώσεων, τις οποίες ο νόμος ορίζει. 


Προϋποθέσεις για τη σύσταση ενός σωματείου είναι οι ακόλουθες:

  1. Η ύπαρξη τουλάχιστον 20 (είκοσι) φυσικών ή νομικών προσώπων
  2. Η σύνταξη καταστατικού που περιέχει άρθρα που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία του και
  3. Η επιδίωξη μη κερδοσκοπικού σκοπού


Περιεχόμενο του καταστατικού σύμφωνα με το άρθρο 80 ΑΚ:

Το καταστατικό απαιτείται να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Σκοπό, έδρα και επωνυμία
  • Τα μέλη (όροι εισόδου & αποβολής – αποχώρησης, δικαιώματα & υποχρεώσεις)
  • Οικονομικούς πόρους και τρόπο εκπροσώπησης
  • Όργανα και κανόνες λειτουργίας της διοίκησης
  • Όρους σύγκλησης και συνέλευσης μελών, λήψης αποφάσεων, όρους τροποποίησης καταστατικού και διάλυσης.

Εν συνεχεία μετά τη σύνταξη του, το καταστατικό θα πρέπει να υπογραφεί από το σύνολο των ιδρυτικών μελών και μαζί με τα υπόλοιπα απαιτούμενα έγγραφα να κατατεθεί στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο προκύπτει από την περιφέρεια στην οποία έχει την έδρα του το σωματείο.

Επισημαίνεται ότι το καταστατικού είναι αναγκαίο να συντάσσεται από Δικηγόρο αφενός για να είναι συμβατό με τις απαιτήσεις του νόμου και αφετέρου για την ορθή λειτουργία των οργάνων, έτσι ώστε να αποφευχθεί η απόρριψη του από το Δικαστήριο.


Η δικαστική αναγνώριση του σωματείου σύμφωνα με το άρθρο 787 ΚΠολΔικ:

Για τη δικαστική αναγνώριση του σωματείου απαιτείται η κατάθεση από Δικηγόρο αίτησης μαζί με όλα τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου, από τα νομιμοποιούμενα σύμφωνα με το νόμο πρόσωπα, τα οποία είναι:

  • Οι ιδρυτές, όλοι, από κοινού.
  • Ένας ή περισσότεροι από τους ιδρυτές.
  • Η ίδια η ένωση των ιδρυτών, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την εκλεγμένη προσωρινή διοίκηση του Σωματείου.

Κύριο αίτημα της αίτησης αποτελεί η  αναγνώριση του σωματείου και κατόπιν η έκδοση διαταγής, σύμφωνα με την οποία θα διατάσσεται η εγγραφή του στα βιβλία που τηρούνται στο Πρωτοδικείο της έδρας του, προκειμένου να αποκτήσει νομική προσωπικότητα.


Ποια είναι τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα που πρέπει να κατατεθούν για την αναγνώριση του σωματείου;

  • Πρακτικό ίδρυσης του σωματείου υπογεγραμμένο από τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου
  • Πρακτικό εκλογής προσωρινής διοικούσας επιτροπής υπογεγραμμένο από τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου
  • Το, συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας, καταστατικό του υπό σύσταση σωματείου υπογεγραμμένο από τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου και από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα της προσωρινής Διοίκησης
  • Πίνακας ιδρυτικών μελών, στον οποίο αναφέρονται αναλυτικά τα στοιχεία τους
  • Πίνακας μελών της προσωρινής διοικούσας επιτροπής


Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες αναγνώρισης του σωματείου;

Μετά την έκδοση της διαταγής από το Δικαστήριο που κάνει δεκτή την αναγνώριση του σωματείου, απαιτείται αμελλητί η εγγραφή του στο Ειδικό Μητρώο Σωματείων που τηρείται στο αρμόδιο Πρωτοδικείο για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας  άλλως σε περίπτωση παραλείψεως της,  το σωματείο δεν είναι υποστατό.

Επιπλέον, απαιτείται η υποβολή αίτησης στην ΑΑΔΕ για την απόκτηση ΑΦΜ σε χρονικό διάστημα 30 ημερών από την αναγνώριση του.

 

*Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία για ζητήματα που αφορούν τη σύσταση σωματείων τόσο σε δικαστηριακό όσο και σε συμβουλευτικό επίπεδο. Επισημαίνεται ότι βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων απαγορεύεται η παροχή νομικών συμβουλών χωρίς την καταβολή της αντίστοιχης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013).